- χλωροφαινόλη
- η, Νχημ. συνοπτική ονομασία μονοκυκλικών αρωματικών οργανικών ενώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorophenol < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + phenol (βλ. φαινόλη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού … Dictionary of Greek